-
1 παραπήγνυμι
παραπήγνῡμι (alsoA- ύω Plu. 2.4c
), fix beside or near, as a spear in the ground, Hdt.4.71 :—in [voice] Med., of stakes to support vines,χάρακα παραπήξασθαι ταῖς ἀμπέλοις Poll.1.224
: hence, metaph. in [voice] Act.,παραινέσεις π. τοῖς νέοις Plu.
l. c. ; also, engraft a twig, Id.2.640f.2 of Gramm., add by way of note, Eust. 190.33, 300.22, etc.II [voice] Pass., with [tense] pf. 2 - πέπηγα, to be fixed beside, of spears,παρὰ δ' ἔγχεα μακρὰ πέπηγεν Il.3.135
; ἔνθεν καὶ ἔνθεν τὰ ξύλα π. Hp.Fract. 13 ; of the pegs in a , Berl.Sitzb. 1904.102 (Milet.).2 to be affixed to, [τῷ βωμῷ] παρεπεπήγεσαν δᾷδες Callix.2
; to be engrafted, Thphr.CP5.6.10 : metaph., αἱ λῦπαι ταῖς ἡδοναῖς παραπεπήγασι are annexed to.., Isoc. 1.46 ;ταῖς βασιλείαις ὸ φθόνος παρεπεπήγει Lib. Or.59.151
, cf. Hierocl. in CA25p.475M.III [voice] Med., register as on α παράπηγμα 1, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπήγνυμι
-
2 ἐγγηράσκω
A grow old with or in,μεγέθει σώματος Hp.Aph. 2.54
;ταῖς βασιλείαις Plb.6.7.4
, cf. D.S.11.23, Plu.Tim.15.2 abs., grow old in one, decay,τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Th.6.18
;πρὶν ἐγγηρᾶσαι τὴν ἀκμὴν τῆς ἐλπίδος Plu.Nic.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγηράσκω
См. также в других словарях:
ενευδαιμονώ — ἐνευδαιμονῶ, έω (Α) ευδαιμονώ, είμαι ευτυχής με κάτι ή μέσα σε κάτι (α. «ταῑς βασιλείαις ἐνευδαιμόνησαν», Διόδ. Σικελ. θ. «οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐντελευτῆσαι ξυνεμετρήθη», Θουκ.) … Dictionary of Greek
χερχάλ — τὸ, ΜΑ κουλούρι («τὸ δὲ χερχὰλ ἄρτου κολλυρίδα ἐν ταῑς βασιλείαις εὑρύκαμεν», Θεοδώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. εβρ. προέλευσης] … Dictionary of Greek